- φεσωμένος
- -η, -ο, Ν1. φεσάς, φεσοφόρος2. μτφ. χρεωμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < φέσι, μέσω ενός ρ. *φεσώνω (πρβλ. καπελ-ωμένος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φεσώνομαι — φεσώνομαι, φεσώθηκα, φεσωμένος βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φεσοφόρος — α, ο 1. αυτός που φοράει φέσι. 2. το αρσ. ως ουσ., φεσοφόρος άτομο που φοράει φέσι, φεσωμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φεσώνω — φέσωσα, φεσώθηκα, φεσωμένος 1. βάζω στο κεφάλι κάποιου φέσι: Οι Τούρκοι φέσωναν τα παιδιά τους από μικρά. 2. μτφ., μεθάω κάποιον: Η ρετσίνα τους φέσωσε. 3. μτφ., δημιουργώ ανεξόφλητο χρέος: Τον φέσωσαν οι πελάτες του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)